- ἀμύξ
- ἀμύξ, stechend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αμύξ — ἀμὺξ επίρρ. (Α) [ἀμύσσω] 1. με νυχιές, με γρατσουνιές, γρατσουνιστά 2. μόλις … Dictionary of Greek
ἀμύξ — scratching indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμύσσω — ἀμύσσω και ττω (Α) 1. σχίζω, γρατσουνώ, κομματιάζω 2. κατασπαράζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ 3. (για κάθε ελαφρό και επιπόλαιο τραύμα που προκαλείται από οποιαδήποτε αιτία) κεντώ, τσιμπώ 4. ξεσχίζω από πόνο, θλίψη, θλίβω, κάνω να σπαράζει 5. Ιατρ.… … Dictionary of Greek